длительный
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
Russian > Greek
ἐπίμονος, πολυχρόνιος, ἐπιχρόνιος, παραμόνιμος, παρμόνιμος, παρατατικός, διαρκής, συχνός, κατάμονος, διατελής, χρόνιος