λελάχητε
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
2ᵉ pl. sbj. ao.2 épq. de λαγχάνω.
Russian (Dvoretsky)
λελάχητε: эп. 2 л. pl. aor. 2 conjct. к λαγχάνω.
Greek (Liddell-Scott)
λελάχητε: λελάχωσι, ἴδε ἐν λέξ. λαγχάνω.
English (Autenrieth)
see λαγχάνω.
Greek Monotonic
λελάχητε: λελάχωσι, βʹ και γʹ πληθ. Επικ. αναδιπλ. αορ. του λαγχάνω.