λείουσι
From LSJ
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
English (LSJ)
poet. for λέουσι, dat. pl. of λέων.
French (Bailly abrégé)
dat. pl. épq. de λέων.
Russian (Dvoretsky)
λείουσι: эп. (= λέουσι) dat. pl. к λέων.
Greek (Liddell-Scott)
λείουσι: Ποιητ. ἀντὶ τοῦ λέουσι, δοτ. πληθ. τοῦ λέων.
English (Autenrieth)
see λέων.
Greek Monotonic
λείουσι: ποιητ. αντί λέουσι, δοτ. πληθ. του λέων.