συνεκπεπαίνω
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
help to ripen, Plu.2.700f.
German (Pape)
[Seite 1012] mit oder zugleich reif machen, pass. mit reif werden, Plut. Symp. 7, 2, 2.
Russian (Dvoretsky)
συνεκπεπαίνω: доводить до созревания (τὸν καρπόν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεκπεπαίνω: βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς ὡρίμασιν, περὶ τῶν ἀγρίων ἐρινεῶν τῶν περιαπτομένων ταῖς ἡμέροις συκαῖς, Πλούτ. 2. 700F.
Greek Monolingual
Α
καθιστώ κάτι εντελώς ώριμο συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπεπαίνω «κάνω κάτι να ωριμάσει τελείως»].