συνεκπεπαίνω

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκπεπαίνω Medium diacritics: συνεκπεπαίνω Low diacritics: συνεκπεπαίνω Capitals: ΣΥΝΕΚΠΕΠΑΙΝΩ
Transliteration A: synekpepaínō Transliteration B: synekpepainō Transliteration C: synekpepaino Beta Code: sunekpepai/nw

English (LSJ)

help to ripen, Plu.2.700f.

German (Pape)

[Seite 1012] mit oder zugleich reif machen, pass. mit reif werden, Plut. Symp. 7, 2, 2.

Russian (Dvoretsky)

συνεκπεπαίνω: доводить до созревания (τὸν καρπόν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπεπαίνω: βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς ὡρίμασιν, περὶ τῶν ἀγρίων ἐρινεῶν τῶν περιαπτομένων ταῖς ἡμέροις συκαῖς, Πλούτ. 2. 700F.

Greek Monolingual

Α
καθιστώ κάτι εντελώς ώριμο συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπεπαίνω «κάνω κάτι να ωριμάσει τελείως»].