μελάνθριξ
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
τρῐχος, ὁ, ἡ, = μελανόθριξ, Arist. Phgn.808a19.
German (Pape)
[Seite 119] τριχος, = μελανόθριξ, Arist. physiogn. 13.
Russian (Dvoretsky)
μελάνθριξ: τρῐχος adj. черноволосый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, = μελανόθριξ, Ἀριστ. Φυσιογν. 2. 10.
Greek Monolingual
μελάνθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (ΑM)
βλ.μελανόθριξ.