μελάγκραιρα

Revision as of 14:23, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ἡ, black-haired, of the Sibyl, Lyc.1464, Arist.Mir.838a9.

Russian (Dvoretsky)

μελάγκραιρα: adj. f [ἡ κραῖρα «голова»] черноволосая (эпитет кумской сибиллы) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγκραιρα: ἡ, ἡ μελανόθριξ τῆς Σεβίλλης, Λυκόφρ. 1464, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 95.

Greek Monolingual

μελάγκραιρα, ἡ (Α)
(για την Κυμαία Σίβυλλα) αυτή που έχει μαύρα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κραῖρα «κεφαλή» (πρβλ. εύ-κραιρα, ορθό-κραιρα)].