μελισσότευκτος

From LSJ
Revision as of 14:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσότευκτος Medium diacritics: μελισσότευκτος Low diacritics: μελισσότευκτος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: melissóteuktos Transliteration B: melissoteuktos Transliteration C: melissotefktos Beta Code: melisso/teuktos

English (LSJ)

ον, made by bees, κηρία Pi.Fr.152.

Russian (Dvoretsky)

μελισσότευκτος: построенный пчелами (κηρία Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

μελισσότευκτος: -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τῶν μελισσῶν, κηρία Πινδ. Ἀποσπ. 266.

English (Slater)

μελισσότευκτος made by bees μελισσοτεύκτων κηρίων fr. 152.

Greek Monolingual

μελισσότευκτος, -ον (Α)
αυτός που έχει παραχθεί ή κατασκευαστεί από μέλισσες («μελισσότευκτα κηρία», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. ποικιλότευκτος, χρυσότευκτος].