μελητέον
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
one must take thought, τοῦ λανθάνειν Pl. R.365e.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de μέλω.
Russian (Dvoretsky)
μελητέον: adj. verb. к μέλω.
Greek (Liddell-Scott)
μελητέον: ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ φροντίσῃ περί τινος, ἡμῖν οὐ μελητέον τοῦ λαθεῖν Πλάτ. Πολ. 365D.
Greek Monotonic
μελητέον: ρημ. επίθ. του μέλω, κάτι για το οποίο πρέπει να αναληφθεί φροντίδα, τινός, σε Πλάτ.