μεθυστής
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
οῦ, ὁ, drunkard, Arr. Epict.4.2.7, AP5.295 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 114] ὁ, der sich oft berauscht, der Trunkenbold, Arr. Epict. 4, 1, 7, Agath. 9 (V, 296).
Russian (Dvoretsky)
μεθυστής: οῦ ὁ пьяница Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μεθυστής: -οῦ, ὁ, μέθυσος, Ἀνθ. Π. 5. 296, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 2, 7.
Greek Monolingual
μεθυστής, ὁ, θηλ. μεθύστρια, (ΑM) μεθύω
αυτός που μεθάει συνεχώς, μέθυσος.