νηοκόρος

From LSJ
Revision as of 14:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηοκόρος Medium diacritics: νηοκόρος Low diacritics: νηοκόρος Capitals: ΝΗΟΚΟΡΟΣ
Transliteration A: nēokóros Transliteration B: nēokoros Transliteration C: niokoros Beta Code: nhoko/ros

English (LSJ)

ον, (νηός) poet. for νεωκόρος, ib.9.22 (Phil.).

Russian (Dvoretsky)

νηοκόρος: ὁ ион. Anth. = νεωκόρος II.

Greek (Liddell-Scott)

νηοκόρος: -ον, (νηὸς) ποιητ. ἀντὶ τοῦ νεωκόρος, Ἀνθ. Π. 9. 22.

Greek Monolingual

νηοκόρος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. νεωκόρος.

Greek Monotonic

νηοκόρος: -ον (νηός), ποιητ. αντί νεωκόρος, σε Ανθ.

Middle Liddell

νηο-κόρος, ον, νηός [poetic for νεωκόρος, Anth.]