παλαίτερος
From LSJ
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
English (LSJ)
πᾰλαίτατος, v. παλαιός.
German (Pape)
[Seite 446] παλαίτατος, s. παλαιός.
French (Bailly abrégé)
Cp. de παλαιός.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλαίτερος: compar. к παλαιός.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαίτερος: πᾰλαίτατος, ἴδε ἐν λ. παλαιός.
Greek Monotonic
πᾰλαίτερος: -αίτατος, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του παλαιός.