περιπόλησις
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
English (LSJ)
εως, ἡ, revolution, of the stars, Ph.1.10 (pl.); τῶν οὐρανίων Theo Sm.p.120 H., cf. lamb. VP15.65; τὴν π. ποιεῖσθαι, of the sun, Porph. ap. Eus.PE3.12; π. τῆς ψυχῆς, of metempsychosis, Max.Tyr.38.3, D.L.8.4.
German (Pape)
[Seite 589] ἡ, das Umhergehen, Umgehen, Sp.
Russian (Dvoretsky)
περιπόλησις: εως ἡ обход, странствование: π. τῆς ψυχῆς Diog. L. (тж. μετεμψύχωσις) переселение душ, метемпсихоз.
Greek (Liddell-Scott)
περιπόλησις: -εως, ἡ, τὸ περιφέρεσθαι· ἡ τῶν ἀστέρων περιφορά, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 15 (65) · π. τῆς ψυχῆς, ἐπὶ τῆς μετεμψυχώσεως, Διογ. Λ. 8. 4.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, ΜΑ περιπολώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περιπολώ, περιφορά γύρω από κάτι
2. (για αστέρες) περιστροφή («ἄπειρός τις τῶν οὐρανίων σωμάτων περιπόλησις», Ιω. Λυδ.)
3. φρ. «περιπόλησις ψυχῆς»
(στη μετεμψύχωση) επαναστροφή της ψυχής.