στενωπή

From LSJ
Revision as of 15:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
c. στενωπός subst.

Russian (Dvoretsky)

στενωπή: ἡ Plut. = στενωπός II.

Greek (Liddell-Scott)

στενωπή: ἡ, = στενωπός, «ἡ Σαμιακὴ λαύρα στενωπὴ ἦν παρὰ Σαμίοις, ἐν ᾗ τὰ πέμματα ἐπιπράσκετο» Παροιμιογρ. τ. Α΄, σελ. 332, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 106, ἀλλ’ ἴσως μεταγραπτέον στενωπὸς κατὰ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. 16, σ. 66.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
στενωπός
νεοελλ.
μικρή οπή σε μαύρο μεταλλικό έλασμα ή χαρτόνι, που εφαρμόζεται στη θέση του φακού φωτογραφικής μηχανής και μπορεί να τον αντικαταστήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. στενωπός, -ή, -όν].