σκορακισμός
English (LSJ)
ὁ, contumely, LXX Si.41.19, Plu.2.467e.
German (Pape)
[Seite 904] ὁ, das zu den Raben Jagen, überh. Beschimpfung, Verachtung, Ungnade, Plut. de tranquill. animi 6.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action d'envoyer promener ; traitement injurieux.
Étymologie: σκορακίζω.
Russian (Dvoretsky)
σκορᾰκισμός: ὁ оплевывание, поношение (δυσημερία καὶ σ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
σκορᾰκισμός: ὁ, περιφρόνησις, καταφρόνησις, «χλευασμός, ἀπάτη, ὕβρις, φαυλισμός, ἀποδοκιμασία» Ἡσύχ., Πλούτ. 2. 467Α, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΑ΄,19).
Greek Monolingual
ὁ, Α σκορακίζω
1. εξύβριση, χλευασμός
2. περιφρόνηση.