πυκνόφθαλμος
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
ον, A with thick-set eyes, π. κόραι E.Fr.1063.14. II of plants, with too many leaf-buds, Thphr.CP3.15.3: Comp., Id.HP 5.4.1.
German (Pape)
[Seite 816] mit dichtstehenden od. vielen Augen, Ἀργοῦ κόραι, Menand. bei Stob. Floril. 74, 27; – mit vielen Augen = Knospen, Theophr.
Russian (Dvoretsky)
πυκνόφθαλμος: усаженный частыми глазами, т. е. многоокий (αἱ Ἄργου κόραι Men.).
Greek (Liddell-Scott)
πυκνόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων πυκνούς, πολλοὺς ὀφθαλμούς, Ἄργου τὰς πυκνοφθάλμους κόρας Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 16· - ἐπὶ φυτῶν, ὁ ἔχων πυκνοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ βλαστήματα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 1.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλά μάτια («Ἄργον τὰς πυκνοφθάλμους κόρας», Ευρ.)
2. (για φυτά) αυτός που έχει πολλά μπουμπούκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ὀφθαλμός (πρβλ. μον-όφθαλμος)].