φιλοπενθής

From LSJ
Revision as of 16:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπενθής Medium diacritics: φιλοπενθής Low diacritics: φιλοπενθής Capitals: ΦΙΛΟΠΕΝΘΗΣ
Transliteration A: philopenthḗs Transliteration B: philopenthēs Transliteration C: filopenthis Beta Code: filopenqh/s

English (LSJ)

ές, indulging in mourning, γυναῖκες Plu.2.113a (Comp.), etc.; πόθος φ. Gorg.Hel.9; τὸ φ. Plu.2.822c.

German (Pape)

[Seite 1283] ές, das Trauern liebend, gern, gewöhnlich trauernd, klagend; φιλοπενθέστεραι γυναῖκες Plut. consol. ad Apollon. p. 345.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se complaît dans sa douleur, qui s'attriste volontiers ; τὸ φιλοπενθές penchant à la tristesse.
Étymologie: φίλος, πένθος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπενθής: склонный к печали, любящий грустить (γυναῖκες Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπενθής: -ές, ὁ ἀγαπῶν νὰ πενθῇ, Πλούτ. 2. 113Α, κλπ.· πόθος φ. Γοργ. Ἐγκώμ. Ἑλένης, 681 Βεκκῆρ.· τὸ φιλ. Πλούτ. 3. 822Β.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που του αρέσει να πενθεί («γυναῑκες γὰρ ἀνδρῶν φιλοπενθέστεραί εἰσιν», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοπενθές
υπερβολική θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ-πενθής].