ἀγορανομικός
English (LSJ)
ή, όν. A of or for the ἀγορανόμος or his office, ἀ. ἄττα Pl.R.425d; νόμιμα Arist.Pol.1264a31; νόμος Milet.3.145 (200 B.C.); τιμαί CIG1716 (Delph.); στέφανος POxy.1252v17 (iii A.D.). II = Lat. aedilicius, ἀρχαιρέσια Plu.Pomp.53; ἐξουσία D.H.6.95.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 propio del agoránomo o almotacén ἀ. ἄττα Pl.R.425d, νόμιμα Arist.Pol.1264a31, cf. Milet 1(3).145.64 (III/II a.C.), στέφανος ἀ. oficina del agoránomo, POxy.1252ue.17 (III d.C.).
2 propio del agoránomo en cuanto notario público, notarial κατὰ ἀγορανομικὸν χρηματισμόν según transacción ante notario, POxy.2720.7 (II d.C.).
3 en Roma edilicio D.H.6.95, Plu.Pomp.53, IEphesos 620.21 (II d.C.), τιμαί SEG 45.491 (Delfos II/III d.C.).
German (Pape)
[Seite 21] die Aufsicht über den Markt betreffend; Arist. Pol. II, 2, 13 νόμιμα αγ., Marktgesetze; Plut. u. Dionys. für aedilitius, z. B. ἐξουσία, potestas, Dionys. H. R. 6, 95. 7, 26; ἀρχαιρέσια, comitia. Plut. Pomp. 53. – Poll. 10, 177 führt als ein σκεῦος ἀγ. ein Strafwerkzeug des Marktmeisters, den κύφων an.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la fonction d'édile ou d'agoranome.
Étymologie: ἀγορανόμος.
Russian (Dvoretsky)
ἀγορᾱνομικός: 3
1) агораномовский (ἄττα Plat.; νόμιμα Arst.);
2) (лат. aedilicius) эдильский (в Риме) (ἀρχαιρέσια Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγορᾱνομικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀγορανόμον ἢ εἰς τὸ ὑπούργημα αὐτοῦ· ἀγ. ἄττα, Πλάτ. Πολ. 425D. νόμιμα, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 21· τιμαί, Συλλ. Ἐπιγρ. 1716. ΙΙ. = τῷ λατ. aedilicius, Διον. Ἁλ. 6, 95, Πλουτ. Πομπ. 53.
Greek Monotonic
ἀγορᾱνομικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ἀγορανόμον ή στο αξίωμά του, σε Πλάτ.· ως μεταφραστική απόδοση του Λατ. aedilicius, σε Πλούτ.
Middle Liddell
of or for the ἀγορανόμος or his office, Plat.; used to translate Lat. aedilicius, Plut.