ἀγλαόκρανος
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
German (Pape)
[Seite 16] Θέτις, mit schönen Quellen, schrieb Böckh Pind. N. 3, 54 ed. I, für ἀγλαόκαρπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀγλαόκρᾱνος: с прекрасными источниками (Θέτις Pind. - v. l. к ἀγλαόκαρπος).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαόκρανος: Δωρ. = ἀγλαόκρηνος.
English (Slater)
ἀγλαόκρανος, -καρνος v. ἀγλαόκολπος.