κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμεν → harbour secret counsels
[Seite 72] s. ἀκήρατος.
ἀκηρότατος: Anth. superl. к ἀκήρατος.
ἀκηρότατος: ποιητ. ὑπερθ. τοῦ ἀκήρατος, Ἀνθ. Π. 12. 249.
(ἀκηρότᾰτος) -ον purísimo χρωτὸς ἀκηροτάτου AP 12.249 (Strat.).
ἀκηρότατος: ποιητ. υπερθ. του ἀκήρατος, σε Ανθ.