ἀναριθμέομαι

From LSJ
Revision as of 17:44, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνᾰριθμέομαι Medium diacritics: ἀναριθμέομαι Low diacritics: αναριθμέομαι Capitals: ΑΝΑΡΙΘΜΕΟΜΑΙ
Transliteration A: anarithméomai Transliteration B: anarithmeomai Transliteration C: anarithmeomai Beta Code: a)nariqme/omai

English (LSJ)

Med., A reckon up, enumerate, D.19.18. II reconsider, Pl.Ax.372a:—Act., D.C.36.25.

Spanish (DGE)

1 recapitular (πάντα τἀληθῆ) ἐκ τῶν πρώτων ἐλπίδων D.19.18
contar a su vez τὰς στρατείας ἃς ἐστράτευμαι D.C.36.25.5.
2 medir πυροῦ ἀνηριθμημένου (ἀρτάβας) ρ PGrenf.2.23.14 (II a.C.).
3 reconsiderar τὰ λεχθέντα Pl.Ax.372a.

Russian (Dvoretsky)

ἀνᾰριθμέομαι:
1) пересчитывать, перечислять Dem.;
2) вновь обдумывать (τὰ λεχθέντα καθ᾽ ἑαυτόν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾰριθμέομαι: μέσ., ἀπαριθμῶ, Δημ. 346. 20. ΙΙ. ἀναθεωρῶ, ἀναλογίζομαι, νυνὶ δὲ ἠρέμα κατ’ ἐμαυτὸν ἀναριθμήσομαι τὰ λεχθέντα Πλάτ. Ἀξ. 372Β. - Τὸ ἐνεργ. ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Δίωνος Κασ. (36, 18): ἂν τοὺς κινδύνους .. ἀναριθμήσητε.

Greek Monotonic

ἀνᾰριθμέομαι: μέλ. -ήσομαι, Μέσ., απαριθμώ, καταμετρώ, σε Δημ.

Middle Liddell

Mid. to enumerate, Dem.