ἀνθρωπομάγειρος

From LSJ
Revision as of 17:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωπομάγειρος Medium diacritics: ἀνθρωπομάγειρος Low diacritics: ανθρωπομάγειρος Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΜΑΓΕΙΡΟΣ
Transliteration A: anthrōpomágeiros Transliteration B: anthrōpomageiros Transliteration C: anthropomageiros Beta Code: a)nqrwpoma/geiros

English (LSJ)

[ᾰγ], ὁ, one who cooks human flesh, Luc.Asin.6.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ cocinero de carne humana Luc.Asin.6.

German (Pape)

[Seite 234] ὁ, der Menschenfleisch zurichtet, Menschenkoch, Luc. Asin. 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cuisinier qui apprête la chair humaine.
Étymologie: ἄνθρωπος, μάγειρος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωπομάγειρος:повар, готовящий пищу из человеческого мяса Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπομάγειρος: ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων νὰ μαγειρεύῃ τὸν ἄνθρωπον, μεταφ. νὰ τοῦ καίῃ τὴν καρδίαν, νὰ τὸν καταγοητεύῃ, τί γελᾷς; ἀκριβῆ βλέπεις ἀνθρωπομάγειρον Λουκ. Ὄνος 6.

Greek Monolingual

ἀνθρωπομάγειρος, ο (Α)
αυτός που μαγειρεύει ανθρώπινη σάρκα (Λουκιανός).