εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
ion. c. ἄγρα.
ἄγρη: ἡ эп.-ион. = ἄγρα.
ἄγρη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἄγρα.
hunt, chase. (Od.)
ἄγρη: ἡ, Ιων. αντί ἄγρα.