ἐγκωμιαστής
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
οῦ, ὁ, praiser, panegyrist, Str.15.1.68, Plu.2.605a.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
encomiasta, panegirista τοῦ βασιλέως Str.15.1.68, μιᾶς (πόλεως) Plu.2.605a, en Tespias, prob. formando parte de una asociación SEG 3.339, 32.502 (ambas II d.C.)
•adulador ἐγκωμιαστὴν ποιεῖ τὸν βασιλέα δημότου Synes.Regn.13, τοῦ γυναίου Bas.Sel.Or.M.81.281B, κόλαξ, ὁ μετὰ θαυμασμοῦ ἐ. Hsch.s.u. θώψ.
German (Pape)
[Seite 712] ὁ, der Lobredner, Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui fait l'éloge de qqn ou de qch.
Étymologie: ἐγκωμιάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκωμιαστής: οῦ ὁ хвалитель Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκωμιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐγκωμιάζων, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ο (θηλ. εγκωμιάστρια, η) (AM ἐγκωμιαστής)
αυτός που εγκωμιάζει.