ἐπισυκοφαντέω

Revision as of 19:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

harass yet more with frivolous accusations, Hyp. Fr.243, Plu.Ant.21.

German (Pape)

[Seite 986] noch dazu chikaniren, verleumden, Plut. Anton. 21; Poll. 8, 31 aus Hyperid.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
calomnier encore, acc..
Étymologie: ἐπί, συκοφαντέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισῡκοφαντέω: (сверх того или также) клеветать (τινα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισῡκοφαντέω: ἔτι μᾶλλον συκοφαντῶ, ἐνοχλῶ δι’ ἀνοήτων κατηγοριῶν, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 31, Πλουτ. Ἀντών. 21.

Greek Monotonic

ἐπισῡκοφαντέω: μέλ. -ήσω, ενοχλώ ακόμη περισσότερο με ανόητες κατηγορίες.

Middle Liddell

fut. ήσω
to harass yet more with frivolous accusations.