ἑστάμεν
From LSJ
English (LSJ)
ἑστάμεναι [α], Epic pf. inf. of ἵστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἑστάμεν: (αι) (ᾰ) эп. inf. pf. к ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἑστάμεν: -άμεναι ᾰ, Ἐπικ. ἀπαρ. συγκεκομμ. πρκμ. τοῦ ἵστημι· ἀλλά, ΙΙ. ἕστᾰμεν, α΄ πληθ. ὁριστ.
Greek Monotonic
ἑστάμεν: -άμεναι[ᾰ],·
I. Επικ. αντί ἑστάναι, συγκόπτ. απαρ. παρακ. του ἵστημι·
II. αλλά, ἕστᾰμεν, αʹ πληθ. οριστ.