ὀλβιόφρων
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, leaning towards the rich, ποδάγρα Luc.Trag.194.
German (Pape)
[Seite 318] ον, dessen Sinn auf Reiche gerichtet ist, ποδάγρα, Luc. Tragodop. 656.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui ne songe qu’à la fortune et au bonheur.
Étymologie: ὄλβιος, φρήν.
Russian (Dvoretsky)
ὀλβιόφρων: 2, gen. ονος помышляющий о счастливых, льнущий к богатым (ποδάγρα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀλβιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ φρονῶν τὰ τῶν ὀλβίων, εἰς τοὺς ὀλβίους προσκολλώμενος, ὀλβιόφρον ποδάγρα Λουκ. Τραγῳδοποδ. 193.
Greek Monolingual
ὀλβιόφρων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που διάκειται φιλικά προς τους ολβίους, που κλίνει προς τους πλουσίους, που αγαπά τους πλουσίους («ὀλβιόφρον ποδάγρα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων].