ὅτις
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
English (LSJ)
Epic case of ὅστις.
German (Pape)
[Seite 405] ep. u. ion. = ὅστις, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
nom. masc. sg. épq. de ὅστις.
Russian (Dvoretsky)
ὅτις: эп.-ион. = ὅστις.
Greek (Liddell-Scott)
ὅτις: ὅτινα, ὅτινας, Ἐπικ. πτώσεις τοῦ ὅστις.
Greek Monolingual
ὀτίς και οὐτίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. ωτίς.