ὑποζυγιώδης
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
ες, A like a beast of burden, Ar.Fr. 731. 2 as of an ass, οὖρον Archig. ap. Aët.13.120 (Wellmann Pneumatische Schule p.30).
German (Pape)
[Seite 1217] ες, einem Zug- od. Lastthier ähnlich, Phryn. in B. A. 67 u. E. M.
Russian (Dvoretsky)
ὑποζῠγιώδης: подобный подъяремному животному, т. е. безвольный, безропотный (ἄνθρωπος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποζῠγιώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς ὑποζύγιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 696· πρβλ. Α. Β. 67.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α ὑποζύγιον
όμοιος με υποζύγιο ή αυτός που αρμόζει σε υποζύγιο.