ὑποπετάννυμι

Revision as of 22:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

spread out under, lay under, ὑπὸ λῖτα πετάσσας Od. 1.130; ὑ. τι κάτωθεν Hp.Fist.7:—Pass., πεδίον ὑποπεπταμένον Luc. Fug.25.

German (Pape)

[Seite 1228] (s. πετάννυμι), darunter ausbreiten, unterlegen, πεδίον ὑποπεπταμένον, Luc. fugit. 25.

French (Bailly abrégé)

étendre dessous.
Étymologie: ὑπό, πετάννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπετάννυμι: подстилать (λῖτα Hom. - in tmesi): πεδίον ὑποπεπταμένον Luc. расстилающаяся внизу долина.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπετάννῡμι: μέλλ. -πετάσω, ἁπλώνω ὑποκάτωθεν, ὑποβάλλω κάτωθεν, ὑπὸ λῖτα πετάσσας Ὀδ. Α. 130· ὑπ. τι κάτωθεν Ἱππ. 887C - Παθ., πεδίον ὑποπεπταμένον Λουκιαν. Δραπέτ. 25.

Greek Monolingual

Α
1. απλώνω κάτι αποκάτω («αὐτὴν δ' ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῑτα πετάσσας», Ομ. Οδ.)
2. (για εκτάσεις γης) απλώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω»].

Greek Monotonic

ὑποπετάννῡμι: μέλ. -πετάσω, απλώνω από κάτω, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

fut. -πετάσω
to spread out under, Od.