αὐτοπροθύμως
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
[ῡ], Adv. voluntarily, EM173.8.
Spanish (DGE)
voluntariamente, EM 173.8G.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοπροθύμως: ἐπίρρ. ἐξ οἰκείας προθυμίας, λίαν προθύμως, Ἐτυμ. Μ. 173. 8.