αἰσχρορρημονέω
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
= αἰσχροεπέω, Charond. ap.Stob.4.2.24.
Spanish (DGE)
decir obscenidades αἰσχρορρημονείτω δὲ μηδείς, ὅπως ἂν μὴ παρελκύῃ τὴν διάνοιαν ἔργοις αἰσχροῖς Charondas 62.24, (οἶνος) ποιεῖ τὸν μέθυσον αἰσχρορρημονεῖν T.Iud.14.8, cf. Eutecnius Al.Par.63.8, Eus.PE 4.17.1 (var.), Olymp.in Phd.6, An.Par.4.404.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρορρημονέω: αἰσχροεπέω, Ἄδηλ. παρὰ Στοβ. 291. 13.