διεσμιλευμένως
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
English (LSJ)
Adv. in polished style, Poll.6.150, Hsch.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de διασμιλεύω con cierta elaboración, cuidadosamente del discurso, Poll.6.150, Cyr.Al.M.69.84C, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
διεσμιλευμένως: ἐπίρρ., ἴδε ἐν λ. διασμιλεύω.