διαπολιτευτής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ, political opponent, prob. in App. Hisp.8 (-πολῖται codd.).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
rival político τοῦ Βάρκα διαπολιτευταί App.Hisp.8.
German (Pape)
[Seite 596] ὁ, politischer Gegner, App. Hisp. 8.
Greek (Liddell-Scott)
διαπολῑτευτής: -οῦ, ὁ, πολιτικὸς ἀντίπαλος, Ἀππ. Ἱσπ. 8.