γλύκανσις
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
εως, ἡ, sweetening, Thphr.CP 4.4.5.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
endulzamiento ref. a granos de trigo, Thphr.CP 4.4.5, cf. Alex.Aphr.in Metaph.708.30, Phlp.in Ph.880.1.
Greek (Liddell-Scott)
γλύκανσις: -εως, ἡ, γλυκαίνειν, ποιεῖν τι γλυκύ, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 4. 4, 5.