ἀνατροπιάζω
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
turn back, AB312.
Spanish (DGE)
dar la vuelta, volver, AB 312.19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατροπιάζω: ἐπανέρχομαι, «ὑποτροπιαζούσης: ἀναστρεφούσης, ἀνατροπιαζούσης», Α. Β. 312. 19.