ἀνακέκλομαι
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
poet. for ἀνακαλέω, call out, h.Hom.19.5.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. part. -κεκλόμεναι]
llamar a gritos (νύμφαι) Πᾶν' ἀνακεκλόμεναι h.Pan.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακέκλομαι: ποιητ. ἀντὶ ἀνακαλέω = ἀναβοῶ, Ὕμ. Ὁμ. 18.5.