ἀποπομπέω
From LSJ
English (LSJ)
ἀποπέμπομαι, Hsch.
Spanish (DGE)
despachar, mantener lejos, conjurar, Carm.Pop.13 (ap. crít.), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 320] wegschicken, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπομπέω: ἀποπέμπομαι, Θεοφύλ. Σιμοκ., Ἡσύχ.