ἀποφιμόω
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
muzzle completely, AB421.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. inf. aor. ἀπ[οφι] μῶσε por -σαι JRCil.2.31C.3 (V d.C.)
rechazar, silenciar τὰς ἀμφιβολίας JRCil.l.c., cf. AB 421.
German (Pape)
[Seite 335] den Mund durch einen Maulkorb (φιμός) sperren; übh. hemmen, verschließen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφῑμόω: κλείω διὰ φιμοῦ τὸ στόμα, μεταφορ. ἀποστομώνω, Α. Β. 421. 27 ἐν λέξει ἀπερράπισεν.