ἀχώρητος
Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you
English (LSJ)
ὁ μὴ χωρούμενος, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no puede ser abarcado o contenido, ilimitado, infinito de Dios μόνος δὲ ἀ. ὤν Herm.Mand.1.1, del último principio en el sistema valentiniano, Iren.Lugd.Haer.1.1.1, cf. Hsch.α 8901
•fig. incomprensible τὸ ἀπρόσιτόν τε καὶ ἀχώρητον λογισμοῖς ἀνθρωπίνοις τῆς θείας δυνάμεως Gr.Nyss.Hom.in Cant.36.13, ἀχώρητον γάρ ἐστι τῷ πλήθει τὸ ἑνιαῖον τοῦ θείου ἔρωτος Dion.Ar.DN M.3.709C.
2 que no es capaz de abarcar o contener c. gen. τὰ δὲ ἄλλα πάντα ἀχώρητά ἐστι τῆς τοῦ ἀγαθοῦ φύσεως Corp.Herm.2.14, ἡ κτίσις πᾶσα τοῦ περὶ ἑαυτῆς λόγου ἐστὶν ἀ. Gr.Nyss.Eun.2.123
•fig. que no es capaz de comprender διὰ τὸ ἀχώρητον εἶναι τὴν ἀνθρωπίνην πτωχείαν τῶν ὑπὲρ λόγον τε καὶ ἔννοιαν διδαγμάτων Gr.Nyss.Eun.3.6.36.
German (Pape)
[Seite 420] nicht zu fassen, Sp.