ἐνορύσσω
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
dig,plpf.Pass. ἐνωρώρυκτο, κολυμβήθρα Philostr.VA2.27.
Spanish (DGE)
1 cavar, excavar τὸν λάκκον Pan 69.13 (III d.C.), cf. PLond.483.43 (VII d.C.), en v. pas. (παράδεισος) ᾧ μέση κολυμβήθρα ἐνωρώρυκτο Philostr.VA 2.27.
2 grabar, inscribir un texto sobre una piedra, en v. pas., Cyr.Al.M.68.733B.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνορύσσω: σκάπτω ἐντός τινος, τὸ δὲ βαλανεῖον παράδεισος ἦν, ᾧ μέση κολυμβήθρα ἐνωρώρυκτο Φιλόστρ. 79.