ἡβός
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
Russian (Dvoretsky)
ἡβός: дор. ἁβός, v. l. ἇρος 3 возмужалый, перен. зрелый (ἄμπελοι Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡβός: -ή, -όν, Δωρ. ἁβός, = ἡβῶν, Θεόκρ. 5. 109 (ὁ Ahrens ἇβαι) (ἂν καὶ ἡ γραφὴ εἶναι ἀμφίβ.)· ὁ Δινδ. προτείνει οὔθ’ ἁβὸς (ἀντὶ οὔτε νεαρὸς) ἐν Σοφ. Ο. Κ. 702.
Greek Monotonic
ἡβός: -ή, -όν, Δωρ. ἁβός, = ἡβῶν, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ἡβός, ή, όν = ἡβῶν, Theocr.]