ιδιότοπος

From LSJ
Revision as of 09:20, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

ἰδιότοπος, -ον (Α)
αυτός που έχει δικό του τόπο («ἰδιότοποι βασιλεῖς» — οι βασιλείς που βασιλεύουν σε ξεχωριστή ο καθένας χώρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τοπος (< τόπος), πρβλ. ά-τοπος].