μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
ἰδιότοπος, -ον (Α)αυτός που έχει δικό του τόπο («ἰδιότοποι βασιλεῖς» — οι βασιλείς που βασιλεύουν σε ξεχωριστή ο καθένας χώρα).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τοπος (< τόπος), πρβλ. ά-τοπος].