ιδιότοπος

From LSJ

ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering

Source

Greek Monolingual

ἰδιότοπος, -ον (Α)
αυτός που έχει δικό του τόπο («ἰδιότοποι βασιλεῖς» — οι βασιλείς που βασιλεύουν σε ξεχωριστή ο καθένας χώρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τοπος (< τόπος), πρβλ. άτοπος].