επιστατώ
Greek Monolingual
(AM ἐπιστατῶ, -έω) επιστάτης
είμαι επιστάτης, εποπτεύω, επιβλέπω («επιστατώ στα έργα», «ἐπιστατεῖ τοῦ ἔργου», «ποιμνίοις ἐπεστάτουν»)
αρχ.
1. στέκομαι από πάνω, υποστηρίζω, βοηθώ («Παιὼν τῶδ’ ἐπεστάτει λόγῳ», Αισχύλ.)
2. ακολουθώ («τίς γάρ με μόχθος οὐκ ἐπεστάτει;», Σοφ.)
3. είμαι επιστάτης τών πρυτάνεων στη Βουλή («Νικιάδης ἐπεστάτει»).