επιστατώ

Revision as of 09:30, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἐπιστατῶ, -έω) επιστάτης
είμαι επιστάτης, εποπτεύω, επιβλέπωεπιστατώ στα έργα», «ἐπιστατεῖ τοῦ ἔργου», «ποιμνίοις ἐπεστάτουν»)
αρχ.
1. στέκομαι από πάνω, υποστηρίζω, βοηθώ («Παιὼν τῶδ’ ἐπεστάτει λόγῳ», Αισχύλ.)
2. ακολουθώ («τίς γάρ με μόχθος οὐκ ἐπεστάτει;», Σοφ.)
3. είμαι επιστάτης τών πρυτάνεων στη Βουλή («Νικιάδης ἐπεστάτει»).