ζυγόδεσμο
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Greek Monolingual
το (Α ζυγόδεσμον)
μακρύς σκύτινος ιμάντας με τον οποίο προσδένεται ο ζυγός πάνω στον ρυμό, στο τιμόνι, ζυγοδέτης, κν. ζυγολούρι
αρχ.
λέγεται για τον γόρδιο δεσμό («ἐξελόντι τοῦ ῥυμοῦ τὸν ἕστορα καλούμενον, ᾧ συνείχετο τὸ ζυγόδεσμον», Πλούτ.)
2. συν. στον πληθ. τα ζυγόδεσμα («τὰ δὲ συνάπτοντα αὐτό [τὸ ἀκρορρύμιον] τῷ ζυγῷ ζυγόδεσμα καλεῖται», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + δεσμός.