συνέμπτωσις
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
εως, ἡ, A formal coincidence, (μέτρων) Sch.Heph.p.154 C.; σ. Σοφοκλεῖ καὶ Εὐριπίδῃ a coincidence (of language) between . ., Sch.Ar.Th. 21; σ. ἱστορική Ptol.Heph. ap. Phot.Bibl.p.148 B. II in Gramm., similarity of form, A.D.Pron.52.5, al.; τόνου Id.Adv.155.13.
German (Pape)
[Seite 1014] ἡ, Zusammenfallen, -treffen, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
συνέμπτωσις: ἡ, σύμπτωσις, μέτρων Λογγίνου Ἀποσπ. 3. 4· νοημάτων Εὐστ. Πονημ. 169. 79· ἢ οὖν ἐπίτηδες... ἢ συνέμπτωσις Σοφοκλεῖ καὶ Εὐριπίδῃ ἐγένετο, κατὰ σύμπτωσιν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 21· σ. ἱστορικὴ Πτολ. εἰς Φωτ. Βιβλ. 148, 25. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμματ., ὁμοιότης τύπου, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 57, κτλ.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, ΜΑ συνεμπίπτω
σύμπτωση («ἤ οὖν ἐπίτηδες... ἤ συνέμπτωσις Σοφοκλεῖ καὶ Εὐριπίδῃ ἐγένετο», σχόλ. Αριστοφ.)
αρχ.
(στη γραμματική) ομοιότητα τύπου.