χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
η (ΑΜ μοιχαλίς, -ίδος)
έγγαμη γυναίκα που διαπράττει μοιχεία, που απατά τον άνδρα της
νεοελλ.
πόρνη
μσν.-αρχ.
ως επίθ. διεφθαρμένη («γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ», ΚΔ)