μοιχαλίδα

From LSJ
Revision as of 09:50, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ μοιχαλίς, -ίδος)
έγγαμη γυναίκα που διαπράττει μοιχεία, που απατά τον άνδρα της
νεοελλ.
πόρνη
μσν.-αρχ.
ως επίθ. διεφθαρμένη («γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ», ΚΔ)