Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ροδόχρως

From LSJ
Revision as of 13:50, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει ρόδινο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -χρως (< χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ. μολυβδό-χρως].

Mantoulidis Etymological

-ωτος Ἀπό τό ρόδον + χρώς. Εἶναι συνώνυμο μέ τό ροδόχρους. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη ρόδον.