ἐπεισόδιον

From LSJ
Revision as of 13:55, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισόδιον: τό
1) эписодий (в староатт. трагедии, диалог между двумя выступлениями хора) (μέρος τραγῳδίας τὸ μεταξὺ ὅλων χορικῶν μελῶν Arst.);
2) вставка, интермедия, эпизод (τὰ ἐπεισοδια γέγονεν ἡδονῆς ἕνεκεν Plut.): ἐπεισόδια τῆς τύχης Polyb. случайности судьбы;
3) прибавка, добавление: γαστρὸς ἐπεισόδια Anth. десерт, попойка после трапезы;
4) (sc. μορφῆς) прикраса, косметическое средство (φύκους ἄνθος ἐ. Anth.).

Mantoulidis Etymological

Οὐδέτερο τοῦ ἐπιθέτου ἐπεισόδιος (=αὐτός πού ἔρχεται ἀπό ἔξω καί προστίθεται), πού παράγεται ἀπό τό ἐπείσοδος (=ἐπιπρόσθετη εἴσοδος).
Παράγωγα: ἐπεισοδιόω -ῶ (=κάνω τό λόγο ποικίλο βάζοντας ἐπεισόδια), ἐπεισοδιώδης, ἐπεισοδιάζω.